- τέκνωμα
- τέκν-ωμα, ατος, τό,A child: metaph., τ. τοῦ πόνου κλέος fame the child of toil, A.Fr.315.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τέκνωμα — child neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέκνωμα — το, Α [τεκνῶ] μτφ. γέννημα, δημιούργημα («τέκνωμα τοῡ πόνου κλέος», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
τεκνώματος — τέκνωμα child neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)